κάζο

κάζο
το
(λ. ιταλ.), απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα: Έπαθα μεγάλο κάζο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάζο — το 1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα 2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi casum… …   Dictionary of Greek

  • καζούρα — η πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. ουρα (πρβλ. θολ ούρα, μουτζ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • χουνέρι — το, Ν απρόοπτο και δυσάρεστο πάθημα, κάζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huner «δεξιοτεχνία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”